Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2005

Να ελπίζω, γιατρέ;

Α, μπα, δε νομίζω ότι θα πρέπει. Και τι έγινε; Άλλη μια συνάντηση με τον άνθρωπο για τον οποίο αισθάνομαι έλξη. Και μερικές ερωτήσεις που υποδηλώνουν ενδιαφέρον. Και μια προτροπή να βρισκόμαστε συχνότερα. Και η διάθεση να πάμε προς τη θάλασσα την επόμενη φορά, όπου εγώ θα αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Είδες τι ωραία που τα παρουσιάζω; Μπορεί όλα αυτά να είναι απλά τυπικότητες, λόγια που ο καθένας από μας λέει, του στυλ "θα τα πούμε, ε;" και δεν τηλεφωνεί ξανά. Εγώ πάντως δεν είχα σχεδόν καμία διάθεση να ενθουσιαστώ. Δεν τον φίλησα καν όταν ήρθε. Εκείνος δεν με φίλησε όταν έφυγε. Δεν με συνόδευσε στη στάση όπως εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα που με είχε κάνει τόσο ευτυχισμένη. Ήταν όμορφος όπως πάντα, ντυμένος με το χρώμα που μου αρέσει. Δεν το φώτιζε, αλλά τον έκανε να δείχνει πολύ αθλητικός. Ευχήθηκα τα μάτια μου να είχαν το χρώμα του μελιού.
Δυο ώρες πέρασαν πολύ ευχάριστα, μιλάγαμε συνέχεια. Είπαμε για ταξίδια, για διακοπές, για θέματα της δουλειάς. Στο δρόμο του γυρισμού δεν είχα τι να πω. Ένιωθα το χρόνο που είμαστε μαζί να λιγοστεύει και μου προκαλούσε θλίψη ότι για μια ακόμη φορά δεν επρόκειτο να ακούσω κάτι που να μου δίνει ελπίδες, εκτός από μια επαναλαμβανόμενη ερώτηση που δεν έχει και τόση σημασία, για τις επερχόμενες διακοπές. Μερικές φορές νομίζω ότι με καταλαβαίνει, αλλά τις περισσότερες απλά ότι απομακρύνομαι πολύ και δεν κάνει καμία προσπάθεια να με φέρει πιο κοντά. Νόμιζα πως είναι μεγαλύτερο βάσανο να αγαπιέσαι και να μην μπορείς να ανταποκριθείς από το να αγαπάς και να μη βρίσκεις ανταπόκριση. Αλλά μερικές φορές, πραγματικά σε εξαντλεί. Ας τελειώνει. Μια ζωή μέσα στην απάθεια δεν είναι ευτυχισμένη, αλλά ούτε και δυστυχισμένη ζωή. Είναι μια ζωή που αντέχεις να ζήσεις, πάραυτα.