Σάββατο, Μαΐου 19, 2012

Πώς είναι να ονειρεύεσαι;

Δε μου τα είπαν έτσι. Μου είπαν ότι όταν θα μεγαλώσω θα βρω κάποιον να με αγαπά και να τον αγαπώ και η ζωή θα είναι ισορροπημένη. Οι λύπες θα περνούν, γιατί θα υπάρχουν χαρές. 
Δεν είναι όπως μου τα είπαν. Μεγάλωσα. Αγάπησα. Δεν πήρα όση αγάπη είχα ανάγκη. Και η ζωή μου δεν είχε ισορροπία. 
Δεν είναι γιατί έλειπαν οι χαρές. Δεν είναι γιατί οι λύπες ήταν αβάσταχτες. Ήταν γιατί τα όνειρα που έκανα μείναν στο παρελθόν και για το μέλλον δεν έφτιαξα άλλα. 
Χωρίς αγάπη δεν μπορείς να χτίσεις όνειρα. Χωρίς όνειρα δεν είναι εύκολη η χαρά, χωρίς χαρά δε γίνεται δημιουργία. Χωρίς δημιουργία δε χαράζεις πορεία προς το μέλλον. Ζεις χωρίς πυξίδα, αφήνεις τους ανέμους να σε ξεστρατίζουν, παρατηρείς χωρίς να γεύεσαι, δε νιώθεις. 
Δε μου τα είπαν έτσι. Δε μου είπαν ότι υπάρχει ζωή χωρίς αγάπη, χωρίς έμπνευση, χωρίς όνειρα. Ότι ο χρόνος δε σε λυπάται. Ότι κανείς δε γυρίζει να κοιτάξει αν ακολουθείς. 
Η κάθε μου μέρα έγινε ένας αγώνας ενάντια στο χρόνο. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τον παγώσω. Για να έχω το περιθώριο να κάνω μια καινούρια αρχή όταν όλα θα είναι μάταια, και πάλι να μην είναι αργά. Για να ζήσω όλα αυτά που ονειρεύτηκα, πριν τα ξεχάσω. 
Δεν ξέρω πόσο κουράγιο έχω. 
Κάποτε μου ζήτησες συγνώμη για το πονεμένο παρελθόν. Αντ' αυτού σου ζήτησα ένα παρόν με όνειρα. Για να υπάρξει μέλλον να τα πραγματοποιήσω. 
Δε μου τα είπαν έτσι. Μα ή που οι περισσότεροι δεν ξέρουν να αγαπούν ή που εγώ δεν ξέρω να ζω. 

Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2011

Νιώσε με

Είπα μια φορά πως μπορώ να ζήσω χωρίς έρωτα. Χωρίς τη φλόγα του πάθους, χωρίς το έντονο του εφήμερου. Στη μοναδική μου ευχή ζήτησα αγάπη. Αγνή, ανιδιοτελή κι εγωιστική ταυτόχρονα, αγάπη των μικρών πραγμάτων, αγάπη που περνά από τους πόρους του δέρματος, αγάπη που δεν πλάθεται με λέξεις.
Αγάπησα πολύ. Αντικείμενα με ψυχή, ανθρώπους χωρίς συναισθήματα, όνειρα φτιαγμένα από σκόνη, αρώματα που μύριζαν οικειότητα, κινδύνους που μεταμφιέζονταν σε σαγήνη.
Αγάπησα κρυφά. Έδινα ψυχή όταν οι άλλοι περίμεναν λέξεις. Ζήταγα ψυχή όταν οι άλλοι έδιναν λέξεις. Δε ζήτησα λόγια. Την αγάπη την αισθάνεσαι, τη μυρίζεις, την αγγίζεις, τη θωρείς. Δεν την ακούς.
Χόρτασα αγάπη όταν κοιμόμουν στην αγκαλιά σου, όταν το δέρμα σου γινόταν γνώριμος τόπος, όταν μετά την καληνύχτα σου τα χέρια μου είχαν τη μυρωδιά σου. Ήθελα να το νιώσεις κι εσύ. Μα εσύ έβλεπες με τα μάτια και άκουγες με τα αφτιά. Σου στέρησα τη χαρά των απατηλών λέξεων και γι’ αυτό με τιμώρησες. Η αγκαλιά σου δε μου μιλούσε πια. Τα χέρια σου δε με έσφιγγαν, τα μάτια σου δε με διαπερνούσαν, τα χείλη σου δεν έψαχναν τη γεύση μου.
Δε με ερωτεύτηκες ποτέ.
Δε σταμάτησες να μου κρατάς το χέρι. Δε σταμάτησες να μου λες πόσο με θες. Δε σταμάτησες να με νοιάζεσαι. Αλλά δεν έφτασες στο σημείο να με αγαπάς χωρίς να ακούς και χωρίς να μιλάς.
Θα φεύγω πάντα. Θυμάσαι; Στο ‘χα πει. Τώρα που πια δε με κρατάς, ελπίζω να βρω τη δύναμη να μην ξαναγυρίσω.
Ζεις χωρίς αγάπη. Χωρίς έρωτα, δεν αγαπάς.
Ζω χωρίς έρωτα. Χωρίς αγάπη, δεν ανασαίνω.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010

Το γονίδιο της μοναξιάς

Σου λένε όλοι πως αξίζει να ρισκάρεις σε μια σχέση. Να δώσεις, να πονέσεις, να καείς. Γιατί αυτό που θα νιώσεις είναι σημαντικό κι ωραίο, γλυκόπικρο.
Ξέρεις πως δεν το θες αυτό και κάνεις όσο πιο προσεκτικά βήματα γίνεται. Φυλάς την καρδιά σου από τους περαστικούς, περνάς από χίλιες δοκιμασίες όσους θέλουν να μείνουν. Και διαλέγεις έναν. Και πάλι δεν είσαι σίγουρος, αλλά δέχεσαι να πάρεις ένα μικρότερο ρίσκο.
Αλλά έχεις ξεμάθει να μοιράζεσαι κι ο άνθρωπος αυτός σου ζητά τα πάντα και γρήγορα. Να δώσεις, να πονέσεις, να καείς. Αλλά εσύ κάνεις ακόμα βήματα προς τα πίσω. Πώς γίνεται; Πώς μπορεί κανείς τόσο γρήγορα να σε δεχτεί; Πώς να σε καταλάβει; Και γιατί ζητά να του εξηγήσεις τόσα; Γιατί δεν προσπαθεί να τα αισθανθεί; Οι άνθρωποι είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Όταν ακουμπάς τον άλλον, όταν σε κοιτά, όταν ακούει την ανάσα του, θα έπρεπε να καταλαβαίνει.
Κι ύστερα θυμάσαι. Έχεις περάσει μια ζωή προσπαθώντας να κωδικοποιήσεις τη συμπεριφορά σου ώστε να μην την καταλαβαίνουν οι άλλοι. Να μην την εκμεταλλεύονται οι περαστικοί, να μην την οικειοποιηθούν αυτοί που θέλουν να μείνουν. Δεν δίνεις για να μην πονέσεις, για να μην καείς.
Ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, σε κοιτάζει στα μάτια. Σου ζητά να μοιραστείς κι είναι πια τόσο δύσκολο. Θες μόνο να κλείσεις τα μάτια. Θες να ξεχάσεις τον κόσμο στην αγκαλιά του. Μόνο να τον αισθάνεσαι, να ξέρεις ότι είναι εκεί, να ανασαίνει, να ανασαίνεις. Μα ζητά και ζητά. Να δώσεις, να πονέσεις να καείς. Για να δώσει κι εκείνος, να μην πονέσει κανείς, να καείτε και οι δυο.
Κάνεις ξανά βήματα πίσω. Σωπαίνεις. Δεν ξέρεις πώς, δεν ξέρεις τι. Δεν έχεις μάθει να μοιράζεσαι και ο άλλος δεν έχει μάθει να σε ερμηνεύει. Ζητάς να σε εξημερώσει γιατί έχεις ζήσει σαν άγριο, κυνηγημένο θηρίο. Μα ζητά τα πάντα και γρήγορα. Και κλείνεσαι ξανά στη σιωπή. Δε μιλάς, δε μοιράζεσαι, δεν θέλεις να προσπαθήσεις.
Κι αν, κι αν έχεις εκείνο το γονίδιο; Εκείνο που σε κάνει να ζεις σαν άγριο θηρίο; Τρέμεις στο ενδεχόμενο να πρέπει να αποδεχτείς τη μοναξιά σου. Να δίνεις, να πονάς, μα να μην καίγεσαι ποτέ. Είναι τόσο δύσκολο, όλο και πιο δύσκολο…

Πέμπτη, Ιανουαρίου 07, 2010

Δεν τελειώνει η σιωπή με μία λέξη...

Κι όμως, φοβόμαστε τόσο να την πούμε...
Σε νιώθω πίσω από την πλάτη μου. Είσαι ακόμα εκεί. Και αυτό είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις μετά από μια αληθινή σχέση. Τις δύσκολες ώρες θέλω να νιώθω πως είσαι κοντά, έστω και με γυρισμένη την πλάτη.
Μα δε μου έχεις πει ποτέ μια καλημέρα, σαν ευχή για να ξεκινήσει καλά η μέρα μου. Και δε μου έχεις πει ποτέ μια καληνύχτα, για να συνεχίσω να σε βλέπω και όταν κλείσω τα μάτια. Η κουβέντα μας μένει πάντοτε στη μέση. Κι επειδή έχουμε γυρισμένες τις πλάτες, δεν μπορώ ποτέ να ξέρω ποιος είναι ο λόγος που την κρατά ανολοκλήρωτη.
Δεν περίμενα πως θα αντέξω τόσο πολύ καιρό να μη σε έχω, αλλά να σε νιώθω. Είμαι πίσω σου γιατί με κάνεις να αισθάνομαι πως θες να είμαι εκεί. Για να ακουμπάς όταν κουράζεσαι, όταν έχεις ανάγκη να ελπίζεις, όταν έχεις ανάγκη να απλώσεις το χέρι χωρίς να αγγίζεις. Να αισθάνεσαι...
Κι αυτή τη λέξη, που θα μπορούσε να σε κάνει να γυρίσεις το κεφάλι και να με κοιτάξεις, ούτε κι εγώ μπορώ να την πω. Γιατί αν δεν είναι η σωστή, θα σε κάνει να γυρίσεις πάλι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε είχα χάσει για πολύ καιρό. Μη με κατηγορείς γιατί δεν προσπαθώ. Φοβάμαι.
Μα τη λέξη δεν τη λες ούτε κι εσύ. Φοβάσαι, το νιώθω.
Κι έτσι, η σιωπή τέλος δεν έχει. Σ' ευχαριστώ που με αφήνεις να ακουμπώ στην πλάτη σου, σ' ευχαριστώ που στηρίζεσαι στη δική μου που και που.
Κι αν λοιπόν ήταν μία η λέξη, αυτή τη στιγμή δεν θα ήταν αγαπώ, ελπίζω, ευχαριστώ, αγγίζω. Θα ήταν φοβάμαι. Πως αν δεν ακουμπώ σε σένα, η πλάτη μου θα λυγίσει. Γιατί όλο το βάρος του κόσμου είναι από καιρό στους ώμους μου.
Φοβάμαι, το είπα.
Πες μου τώρα τη δική σου λέξη. Κι ας μην έχουμε τίποτε άλλο να πούμε μετά.
Ναι, δεν τελειώνει η σιωπή.