Τρίτη, Αυγούστου 16, 2005

Δεκαπενταύγουστος

Μια γιορτή αγαπητή από πολλούς, ωστόσο εμένα ποτέ δεν μου άρεσε. Για σκέψου, να έχεις το πιο κοινό όνομα του κόσμου, να μοιράζεσαι την ημέρα που σε τιμούν με όλη την Ελλάδα και στο τέλος να μην σε θυμούνται και όλοι γιατί ο καθένας έχει κι από ένα τουλάχιστον κοντινό του πρόσωπο να γιορτάσει. Όμως, είναι μια υπέροχη γιορτή όταν τρεις γενιές μιας οικογένειας μαζεύονται γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ξεφεύγουν από την καθημερινότητά τους ενισχύοντας αυτόν τον πανίσχυρο δεσμό που ονομάζεται ελληνική οικογένεια.
Ξέρεις τι είναι το ομορφότερο πράγμα στο Δεκαπενταύγουστο; Να ξυπνάς το πρωί και να ακούς ψαλμωδίες που ο αέρας φέρνει από ένα ξωκκλήσι μερικά χιλιόμετρα πιο νότια. Δεν υπάρχει πιο γλυκός τρόπος να ανοίξεις τα μάτια σου. Κι όλα είναι σαν Κυριακή. Η' να κάνεις διακοπές σε ένα νησί ή ένα χωριό, να μην έχεις κανένα συγγενή εκεί και να παρατηρείς τα έθιμα που έχουν για να τιμούν τη μέρα της Παναγίας. Έχω μια υπέροχη φωτογραφία από μια αντίστοιχη ημέρα στην Αστυπάλαια. ελπίζω κάποια μέρα να μπορέσω να την ανεβάσω.
Κατά βάθος είναι ωραίο να ξέρεις ότι όλο αυτό το πανηγύρι στήνεται για χάρη της Παναγίας, της μητέρας όλων. Σε μια θρησκεία που έχει δώσει δεύτερο ρόλο στις γυναίκες, το λαϊκό ένστικτο επικράτησε δίνοντας σε αυτή τη γιορτή εξίσου μεγάλη σημασία με αυτήν προς τιμή του Χριστού.
Αλήθεια, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί να γιορτάζουμε τόσο την ημέρα θανάτου της. Όταν είχα ρωτήσει το ίδιο για τους αγίους, μου είχε δοθεί η πολύ λογική απάντηση ότι δεν ήταν γνωστή η ημέρα γέννησής τους. Αλλά, για την Παναγία έχουμε πολλές ημερομηνίες καταγεγραμμένες από σημαντικούς σταθμούς της ζωής της. Αλήθεια, γιατί το θάνατο;

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2005

Στο πίσω κάθισμα

Φύγαμε για λίγη δροσιά, στο εξοχικό ξανά, όπως τόσα χρόνια πριν. Τα παιδικά μου χρόνια είναι δεμένα με αυτό. Όλες οι αναμνήσεις μου που έχουν να κάνουν με τη φύση, την εξερεύνηση και την περιπέτεια. Φτάσαμε βράδυ, κι όμως η ζέστη ήταν αφόρητη. Βάλαμε τα μαγιό και πήραμε το λάστιχο της αυλής. Μείναμε με τα βρεγμένα τριγυρίζοντας στην αυλή. Η αμέσως επόμενη ελευθερία από το να ξέρεις ότι είσαι γυμνός και δεν σε βλέπει κανείς. Ευτυχία. Όπως παλιά.
Στο μυαλό μου ήρθαν κάνας-δυο στίχοι από ένα παλιό τραγούδι των REM. Δεν το θυμάμαι πια ακριβώς, αλλά έλεγε κάτι όπως "να κάθεσαι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου των γονιών σου και να κοιτάζεις τα αστέρια". Το τελευταίο μπορεί να το προσθέτει η φαντασία μου, αλλά το πρώτο είναι σίγουρα η περιγραφή ενός συναισθήματος που οι πιο ονειροπόλοι από μας δεν θα ξεχάσουν ποτέ στη ζωή τους. Σήμερα το έζησα ξανά. Τι κι αν είμαι πλέον μεγάλη για να κάθομαι στο πίσω κάθισμα, τι κι αν το αυτοκίνητο δεν είναι πια των γονιών μου, τι κι αν το κάθισμα δεν είναι το πίσω - το συναίσθημα αυτό το ξέρω καλά.
Είναι αυτό που με κάνει να κοιτάζω ώρες ατελείωτες έξω από το παράθυρο του συνοδηγού, ακόμη κι αν στο διπλανό κάθισμα βρίσκεται ο αγαπημένος μου. Είναι αυτό που κάποιος είχε καταλάβει πριν από μερικά χρόνια και με πήγαινε συνέχεια βόλτες από ένα δρόμο που στο μεγαλύτερο μέρος του βλέπει στη θάλασσα. Μακριά. Όσο πάει το μάτι.
Τα μεγαλύτερα όνειρα γεννιούνται στο πίσω κάθισμα. Όχι στο πίσω κάθισμα των ερωτικών σκιρτημάτων. Σε αυτό της παιδικής ηλικίας, των ατέλειωτων σκέψεων, της μοναξιάς. Εκεί απ' όπου παρατηρείς τον κόσμο κρυμμένος στην ασφάλεια ενός οχήματος που κινείται πριν προλάβει κανείς να σε ρωτήσει γιατί τον κοιτάς.
Κι ύστερα έρχεται το μεσημέρι. Κι είσαι ξαπλωμένος σ' ένα διπλό κρεβάτι που η μισή του πλευρά είναι άδεια, ακόμη κι αν προσπαθείς να μείνεις στη μέση για να το γεμίσεις με το σώμα σου. Κι η ζέστη του καλοκαιριού δεν σε αφήνει να ταξιδέψεις όπως στο αυτοκίνητο. Η σκέψη σου σταματάει πάντα εκεί. Σε εκείνον που δεν είναι κοντά σου, σε εκείνον που ίσως ποτέ δεν θα είναι κοντά σου. Και πικραίνεσαι. Και όλη σου η χαμένη παιδικότητα που τη βρήκες ξανά ένα αυγουστιάτικο βράδυ, γίνεται μεμιάς αέρας που ανακατεύει τα μαλλιά σου. Και ξέρεις πως ακόμη κι αν φωνάξεις πόσο σου λείπει, ο αέρας θα το πάρει μακριά, θα το χτυπήσει σε τοίχους, θα το μπλέξει σε φυλλωσιές, θα το διαλύσει, θα το ξαναενώσει, αλλά δεν θα το φτάσει ποτέ στα αυτιά που πρέπει να το ακούσουν. Γιατί αυτός είναι ο άνεμος που χωρίζει τους ναυτικούς από τις γυναίκες τους, τους ξενιτεμένους από τις οικογένειές τους, αυτούς που φοβούνται να αγαπήσουν από αυτούς που φοβούνται να αγαπηθούν.
Αυτός ο άνεμος μπορεί να τρελάνει τον άνθρωπο. Λένε πως είναι τα αυγουστιάτικα μελτέμια. Κι όμως, τα ελικόπτερα συνεχίζουν να κάνουν ασκήσεις στον ορίζοντα. Φωτιές δεν άναψαν. Τα φύλλα κουνιούνται. Η γάτα τρίβεται για λίγο στα πόδια σου και φεύγει για να βρει καταφύγιο. Η κοιλιά της είναι ζεστή και το τρίχωμά της λαμπερό αλλά πασπαλισμένο από ένα αδιόρατο στρώμα καθαρού χώματος. Ο αέρας συνεχίζει να σου ανακατεύει τα μαλλιά κι ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται σε θερινή νάρκη την ώρα που εσύ χτυπάς τα πλήκτρα του φορητού υπολογιστή σου. Αυτή είναι η μοναδική παραφωνία. Αν θέλεις όλα να είναι όπως παλιά, πιάσε το μολύβι και το χαρτί. Ύστερα, δίπλωσε το χαρτί και κρύψε το προσεκτικά μέχρι να το καθαρογράψεις. Ή άφησε τις σκέψεις σου για πάντα στο πρόχειρο αυτό χαρτί και κρύψε το σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης σου. Όταν το ξαναβρεις ίσως να μην έχει κανένα νόημα, αλλά θα ξέρεις ότι κάποτε αισθανόσουν έτσι. Κάποτε ονειρευόσουν.
Στο πίσω κάθισμα μπορεί να νιώσεις και μελαγχολία. Αλλά φιλτραρισμένη πίσω από ένα τζάμι. Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να σε αγγίξει έτσι που κινείσαι, έτσι που ποτέ δεν μένεις σε ένα μέρος πολύ για να το βαρεθείς ή για να δεθείς ανεπανόρθωτα μαζί του. Αν μπορούσα να κάνω το γύρο του κόσμου κοιτώντας τον μέσα από το τζάμι του πίσω καθίσματος, θα ήμουν ο πιο πλούσιος άνθρωπος του πλανήτη. Αλλά και ο πιο μελαγχολικός. Γιατί δεν θα ήσουν δίπλα μου για να σου πω "κοίτα!" και να σου δείξω με το δάχτυλο. Κι εσύ δεν θα έβλεπες τον ενθουσιασμό στα μάτια μου και θα' ξερα πως ποτέ δεν θα μ' αγαπούσες όπως οι άλλοι, όπως εκείνοι που αισθάνονταν ευτυχισμένοι όταν ήξεραν ότι εγώ βουλιάζω στο κάθισμα και ταξιδεύω και πάλι μόνη, αλλά ευτυχισμένη.
Να ποια είναι η διαφορά τελικά. Όλα περιστρέφονται γύρω από σένα όταν δεν είσαι εδώ. Γι' αυτό το πίσω κάθισμα είναι πάντα μελαγχολικό πια. Όπως και αυτό του συνοδηγού, όπως και αυτό του οδηγού, όπως και κάθε κάθισμα που το διπλανό του είναι άδειο, που σε αυτό δεν κάθεσαι εσύ.