Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 24, 2004

Τρεις μέρες μ' ένα χαμόγελο

Λένε συχνά ότι είμαι απαισιόδοξο άτομο. Η αλήθεια είναι ότι είμαι πολύ συγκρατημένη. Προτιμώ να μην τρέφω πολλές ελπίδες για κάτι έτσι ώστε να αποτελεί μεγαλύτερη έκπληξη όταν επιτυγχάνεται. Ωστόσο, από τη φύση μου έχω μάθει να διακρίνω την ευτυχία σε μικρές καθημερινές στιγμές: στις πτυχώσεις του χαρτιού, στις γραμμές ενός φύλλου, στα χρώματα της κάμπιας, στις ρυτίδες του προσώπου, στις αδέξιες κινήσεις του χεριού, στις ζεστές ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου, στα γκρίζα στενά της παλιάς Αθήνας με τα μισογκρεμισμένα σπίτια μιας άλλης εποχής, στα πλοία που σκουριάζουν στο λιμάνι...
Στις 12 Σεπτεμβρίου είχα μια συνάντηση με κάποιον, με τον οποίο θα ήθελα μια μέρα να μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Περάσαμε ένα ευχάριστο κυριακάτικο απόγευμα περπατώντας σε λιθόστρωτους δρόμους και αφήνοντας τον κόσμο να περνά χωρίς να δίνουμε σημασία. Θυμηθήκαμε παλιές στιγμές, ανταλλάξαμε φιλοφρονήσεις, μοιραστήκαμε ανησυχίες για το μέλλον και χωρίσαμε με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε πιο σύντομα την επόμενη φορά.
Δεν έγινε κάτι που να με κάνει να ελπίζω ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα στο εξής, αλλά το αίσθημα ευφορίας ήταν τέτοιο που για τρεις νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν πόσο ωραίο ήταν εκείνο το απόγευμα, ξυπνούσα νωρίς το πρωί, δεν ένιωθα κούραση, είχα ένα αστείρευτο κέφι στη δουλειά. Τρεις μέρες κράτησε όλο αυτό. Τρεις. Από το πρωί της τέταρτης, το χαμόγελο άρχισε να γίνεται ξανά πιο φειδωλό, η σκέψη μου απομακρύνθηκε από την αόριστη ελπίδα του σμιξίματος και προσπάθησα ξανά να πείσω τον εαυτό μου πως θα πρέπει να μάθω να μην έχω ανάγκη αυτούς που δεν έχουν την ανάγκη μου. Δεν υπάρχει στην καθημερινότητα χρόνος για απογοητεύσεις. I can't afford it, που λένε.
Όπου κι αν είσαι, ελπίζω να έφερα ευτυχία στη ζωή σου, έστω και για μισή μέρα.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 02, 2004

Ποιος φοβάται την κατάθλιψη;

Δεν υπάρχει κατάθλιψη. Η κατάθλιψη, είχε πει ο μέγας Σαλβαδόρ Νταλί, θα είναι η ασθένεια του μέλλοντος. Κι όμως, δεν νιώθω ούτε στάλα από αυτήν. Παραίτηση. Αυτή είναι μια πιο σωστή λέξη. Παραιτούμαι απ' οτιδήποτε χωρίς καν να προσπαθήσω.
Δυστυχία; Ναι, μερικές φορές τη νιώθεις, όπως άλλωστε και την ευτυχία. Αλλά τις περισσότερες στιγμές είσαι ένας διαβάτης που περνά από έναν έρημο δρόμο με σπίτια που έχουν ανοικτές κουρτίνες, ένας επιβάτης ενός τρένου που δεν προλαβαίνει να αναλογιστεί πολλή ώρα αυτό που βλέπει, γιατί οι εναλλαγές των εικόνων έρχονται τόσο γρήγορα...
Είναι κρίμα. Δεν μπορούμε πια να αισθανθούμε οίκτο, είναι δύσκολο να νιώσουμε τον πόνο και τη δυστυχία του άλλου. Θυμάμαι όταν, στην παιδική και εφηβική μου ηλικία, μπορούσα να δακρύζω μέρες ολόκληρες γιατί μια αδικία είχε διαπραχθεί σε βάρος κάποιου άλλου. Μακάριοι οι πενθούντες. Δεν υπήρχε ωραιότερο συναίσθημα από το να αισθάνεσαι ότι μοιράζεσαι τον πόνο ενός ανθρώπου, με την ελπίδα ότι τον βοηθάς να σηκώσει λίγο από το βάρος που κουβαλά.
Μπορεί να φταίει η ηλικία, το ότι μεγαλώνεις και χάνεις το ρομαντισμό των παιδικών σου χρόνων, την αισιοδοξία της εφηβείας ότι μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Γίνεσαι εγωιστής και εγωκεντρικός. Αυτό σημαίνει να είσαι άνθρωπος; Το μόνο παρήγορο είναι ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να πληγωθείς. Είναι κι αυτό κάτι, θα μπορούσατε να πείτε.