Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

Τα όνειρα λένε πάντα την αλήθεια

Μια μέρα ξύπνησα με πολύ κόπο και πέρασαν πολλά λεπτά μέχρι να μπορέσω να διαχωρίσω το όνειρο από την πραγματικότητα. Σε είχα δει να πεθαίνεις. Το πόσο πόνεσα ακόμη το θυμάμαι. Ακόμη πονάω. Πέθανες λίγα λεπτά αφότου με είχες αφήσει. Τροχαίο. Και στο έλεγα πως οδηγείς πολύ νευρικά.

Αφού συνήλθα προσπάθησα να ερμηνεύσω το όνειρό μου. Η γιαγιά μου έλεγε πως αν βλέπεις κάποιον να πεθαίνει στον ύπνο σου, του δίνεις ζωή. Δεν ξέρω ακριβώς με ποιο τρόπο, αλλά είναι μια παρήγορη σκέψη. Άλλωστε, και τι δεν θα έκανα για να σου δώσω ζωή.

Όμως, από τότε που διάβασα την Ερμηνεία των Ονείρων του Φρόιντ δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να αναλύσω το όνειρό μου με υλικά που βρίσκονται μέσα στο μυαλό μου. Έτσι, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο νους μου προσπάθησε να μου δείξει πως πρέπει να σε ξεχάσω, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως κάθε βράδι θα σε σκοτώνω στον ύπνο μου και κάθε μέρα θα ξαναγεννιέσαι το πρωί.

Το επόμενο βράδι είδα ένα παρόμοιο όνειρο. Πάλι το ίδιο αίσθημα απώλειας και πόνου, σαν να κρατούσα την ψυχή σου στα χέρια μου και την έβλεπα να μαραίνεται σαν μια κίτρινη μαργαρίτα, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να κλαίω. Μα και πάλι δε σε ξέχασα.

Την τρίτη μέρα έλειπες από τα όνειρά μου. Είχα ξεκινήσει με ένα σακίδιο στον ώμο για άγνωστα μέρη. Τους συνταξιδιώτες μου δεν τους ήξερα, τα μέρη τα έβλεπα για πρώτη φορά. Δεν σε σκεφτόμουν καθόλου.

Λένε πως στη ζωή μας περνάμε συνολικά περίπου 6 χρόνια μέσα στα όνειρά μας. Αναρωτιέμαι για πόσα από αυτά θα πρέπει να ζω χωρίς εσένα για να σε ξεχάσω.

Σάββατο, Μαρτίου 03, 2007

Αυτήν την ιστορία θα την πω μονάχα μια φορά

Απόψε θα σου πω μια ιστορία. Μια ιστορία για έναν άνθρωπο που έζησε όλη του τη ζωή μόνος. Μη με ρωτήσεις αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Οι ευαίσθητες ψυχές δεν έχουν φύλο, δε χωράνε σε κανένα από αυτά τα δύο καλούπια, είναι σε κάθε περίπτωση αταίριαστοι.

Ο άνθρωπος αυτός υπέφερε από όλες τις κοινωνικές φοβίες που θα τον έκαναν τον τέλειο ασθενή για έναν ψυχολόγο. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Η οικογένειά του ήταν απόλυτα φυσιολογική και πάντα τον περιέβαλλε με αγάπη. Πίστευε ότι ήταν άσχημος, αλλά όλοι ξέρουμε ότι τελικά αυτό δεν είναι αρκεί για να κάνει έναν άνθρωπο δυστυχισμένο. Δεν είμαι σίγουρη ότι εκείνος το ήξερε.

Από παιδί δεν είχε ποτέ πολλούς φίλους. Έλεγε πάντοτε ότι είναι καλύτερα να έχεις γύρω σου ανθρώπους που ξέρεις ότι είναι αληθινοί φίλοι, ακόμη κι αν δεν τους βλέπεις συχνά, αλλά πάντοτε λαχταρούσε να νιώσει μέλος μιας μεγάλης παρέας. Σαν παιδί ήταν επίσης πολύ ντροπαλό. Καθόταν πάντοτε στα τελευταία θρανία, δε μιλούσε ποτέ αν δεν του μιλούσες κι ας ήξερε πως κινδύνευε να τον περάσουν για υπερόπτη Η αλήθεια είναι ότι άτομα τόσο εσωστρεφή σπάνια γίνονται συμπαθητικά και δημοφιλή στους γύρω τους, ακόμη κι αν το μόνο που έχουν κάνει στη ζωή τους το έχουν κάνει με καλοσύνη και αληθινή αγάπη για τους άλλους.

Στον έρωτα ήταν πάντοτε άτυχος. Δεν ξέρω αν άτυχος είναι η κατάλληλη λέξη, μα το βέβαιο είναι πως ο έρωτας τον πρόδωσε: είτε δεν άκουγε όταν τον φώναζε είτε του έδενε τα μάτια όταν εκείνος έπρεπε να βλέπει. Πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής του χωρίς ενθουσιασμό. Είχε όνειρα που δεν εκπλήρωσε ποτέ, γιατί κανείς δεν τον ενθάρρυνε. Όταν κατάλαβε ότι ήταν τόσο εξαρτημένος από τους άλλους, κάπου μετά την εφηβεία, αποφάσισε να πολεμήσει τη μοναξιά με μοναξιά: αν μπορούσε να την αντέξει, δεν θα χρειαζόταν ποτέ ξανά στη ζωή του να λυπηθεί που ήταν μόνος. Κι όταν η έλλειψη του άλλου φύλου στη ζωή του άρχιζε να γίνεται αισθητή, αποφάσισε ότι έπρεπε στη ζωή του να είναι και άντρας και γυναίκα μαζί για να επιβιώσει.

Ένιωσε πολλές φορές την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, αλλά πάντοτε δίσταζε. Η αλήθεια είναι ότι από την καλοσύνη της καρδιάς του δεν ήθελε να αναγκάσει κανέναν να μοιραστεί το βάρος της ψυχής του. Τις νύχτες έκλαιγε. Δεν έκλαψε ποτέ μπροστά σε άλλους. Υπήρξε μια εποχή που έκλαιγε για τα προβλήματα των άλλων, γιατί στη ζωή του μεγάλες δυστυχίες δεν είχε, είναι η αλήθεια. Έλπιζε πως αν κάνεις τη χάρη στη δυστυχία και την αγκαλιάσεις για λίγο, κι αυτή θα σε αφήσει ήσυχο μετά. Έκλαψε πολύ στη ζωή του. Από κάποια ηλικία και μετά άρχισες να το βλέπεις στα μάτια του. Οι ρυτίδες του προσώπου του γίνονταν πιο βαθιές, σκαμμένες από τα δάκρυα σαν βράχοι στην ακροθαλασσιά. Κι όμως, είχε το πιο εγκάρδιο χαμόγελο του κόσμου και το πρόσφερε απλόχερα σε όλους. Μπορούσες να το καταλάβεις ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινό.

Και τον πόνο του τον ένιωθες, το πρόδιδε το πρόσωπό του. Αλλά δεν τολμούσες ποτέ να τον ρωτήσεις τι έχει. Φοβόσουν, γιατί ποτέ δεν ήταν και τόσο κοντινός σου φίλος. Κι όμως, υπήρξαν φορές που ένιωθε πως θα μπορούσε να φανερώσει όλη τη γυμνή αλήθεια της ψυχής του αν του το ζητούσες. Ευτυχώς που δεν το έκανε ποτέ. Γιατί δεν θα είχε το κουράγιο να σε ξανακοιτάξει στα μάτια ξανά. Φύλαγε τις σκέψεις του σαν θησαυρό. Ελάχιστα άτομα ήξεραν ακόμη και τι ταινίες ή φαγητά του άρεσαν. Και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν αυτό που θα τον έκανε ευτυχισμένο ως τα βάθη της ύπαρξής του.

Έτσι, είχε καταφέρει να δείχνει σχεδόν φυσιολογικός στα μάτια των άλλων. Υπήρχαν φορές που έδειχνε γεμάτος αυτοπεποίθηση. Τότε ήταν που γοήτευε τους ανθρώπους γύρω του. Μα, εκείνος είχε χάσει πια την ικανότητα να γοητεύεται από τους άλλους. Στη ζωή του είχε αγαπήσει πολύ κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ένιωσαν το ίδιο. Στη ζωή του τον είχαν αγαπήσει μερικοί άνθρωποι τους οποίους δεν ξέχασε ποτέ. Στις προσευχές του ευχόταν να βρουν τη χαρά που εκείνος δεν μπόρεσε να τους δώσει. Όταν ερωτευόταν, μπορεί και να έμενε με τη σκέψη του άλλου προσώπου για ολόκληρα χρόνια, ακόμη κι αν δεν τον ξαναέβλεπε ποτέ. Δεν θα έκανε ποτέ σχέση αν δεν ένιωθε την αγάπη στον απόλυτο βαθμό. Κι έτσι, δεν έκανε ποτέ σχέση, ούτε και για μια νύχτα.

Αργότερα ανακάλυψε ότι η δουλειά μπορούσε να γίνει ένα είδος ναρκωτικού. Δούλευε πολύ με την ελπίδα ότι θα τους κρατά όλους ευχαριστημένους. Δούλευε πολύ για να μη σκέφτεται. Δούλευε πολύ γιατί δεν είχε πώς αλλιώς να περάσει το χρόνο του. Τα βιβλία τα είχε εγκαταλείψει από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι του έφερναν μελαγχολία γιατί δεν μπορούσε να ζήσει όλα αυτά που περιέγραφαν. Κι έτσι δούλευε ολοένα και περισσότερο. Μέσα και νύχτα. Δούλευε μέχρι να νυστάξει και να κοιμηθεί. Και κοιμόταν μέχρι να του έρθει όρεξη για δουλειά. Μέχρι που κατάλαβε ότι η πολλή δουλειά του στερούσε ακόμη και τους φίλους που ήδη είχε.

Σιγά-σιγά η ζωή του δυσκόλευε. Μεγαλώνοντας, οι γύρω του ακολουθούσαν διαφορετικό πρόγραμμα. Δεν μπορούσε πια να βρει παρέα για να βγει, για να μοιραστεί κοινά ενδιαφέροντα, δεν τον χωρούσε ένας κόσμος που λειτουργούσε με κινητήριο δύναμη τον έρωτα. Τότε ήταν που κατάλαβε ότι είχε συνηθίσει τόσο τη μοναξιά, ώστε θα του ήταν ακατόρθωτο να ξεκολλήσει από την κινούμενη άμμο που αυτή είχε δημιουργήσει γύρω του. Θα αφηνόταν να βουλιάξει μέσα της. Πολύ περήφανος για να φωνάξει βοήθεια, θα της παραδινόταν. Εκτός αν ένα χέρι τον τραβούσε την τελευταία στιγμή. Ένα χέρι που να τον τραβούσε τόσο δυνατά που να μην είχε τη δύναμη να του αντισταθεί.

Μην πιστέψεις ποτέ ότι οι μοναχικοί άνθρωποι είναι αυτάρκεις. Μην πιστέψεις ποτέ ότι κανείς δεν έχει την ανάγκη να γίνεις φίλος του. Μην αφήσεις ποτέ κάποιον να φτάσει ένα βήμα πριν το τέλμα για να καταλάβεις ότι είναι πολύ αργά για να ξαναγυρίσει πίσω.

Απόψε, φοβήθηκα ότι αυτή ήταν η δική μου ιστορία. Απόψε θα σου τη διηγηθώ. Απόψε που θα λείπεις.