Σάββατο, Μαρτίου 08, 2008

Οι τοίχοι που χτίζουμε

Μερικές φορές, η επικοινωνία μας με τους άλλους ανθρώπους είναι τόσο δύσκολη, σα να προσπαθούμε να μιλήσουμε σε κάποιον που βρίσκεται από την άλλη μεριά του τοίχου. Στην αρχή κατηγορούμε τον τοίχο, έπειτα τον άλλον που δε φωνάζει αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουμε και στο τέλος, εξαντλημένοι από την προσπάθεια, πέφτουμε στο πάτωμα, σκουπίζουμε τον ιδρώτα μας και κλαίμε.

Κλαίμε γιατί είναι άδικο ένας απλός τοίχος να μην μπορεί να σε αφήσει να κάνεις αυτό που νομίζεις πως θέλεις: να επικοινωνήσεις με τον άνθρωπο από πίσω. Κλαίμε γιατί ο άλλος δεν έκανε ποτέ κάτι που να μας αποδείξει πόσο πολύ κι εκείνος επιθυμεί να βρεθεί από την άλλη μεριά. Γιατί δεν μάτωσε τις γροθιές του προσπαθώντας να τον σπάσει, ούτε έγδαρε τα γόνατά του προσπαθώντας ν' ανέβει.

Κι όταν κλάψουμε και πονέσουμε σα να χάσαμε κάτι που ήταν δικό μας, κι ας μην το είχαμε ποτέ, συνειδητοποιούμε αυτό που μόνο μάτια που βράχηκαν κι ύστερα στέγνωσαν μπορούν να δουν: τον τοίχο τον χτίσαμε εμείς οι ίδιοι. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, βάζαμε από ένα τούβλο – άψυχο υλικό, μα το ενώναμε με τ' άλλα με μια λάσπη από φόβους κι έτσι ο τοίχος γινόταν κομμάτι μας που δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε.

Αυτές τις μέρες στέκομαι με την πλάτη στον τοίχο. Μερικές φορές σε νιώθω που βρίσκεσαι από την άλλη μεριά. Άλλες φορές δε με νοιάζει καν αν θα προσπαθήσεις να μου μιλήσεις – μόνο να ξέρω ότι και η δική σου πλάτη ακουμπά στον τοίχο, έστω από την άλλη μεριά. Νύχτες ολόκληρες αποκοιμιέμαι με το αυτί κολλημένο στα τούβλα – αέρα έχουν κι αυτά μέσα, γιατί δεν μπορούν να μου μεταφέρουν την ανάσα σου; Άλλες φορές πάλι δεν είμαι σίγουρη ποιος από τους δυο μας έχτισε τον τοίχο, αλλά βαθιά μέσα μου ξέρω ότι είναι έργο και των δύο. Κάθε φορά που φοβόμουν έχτιζα μια σειρά. Κάθε φορά που ένιωθα μοναξιά, ανακάλυπτα ότι ο τοίχος ήταν λίγο ψηλότερος από εκεί που τον είχα αφήσει.

Κι έτσι, το μόνο που μου μένει είναι να ελπίζω πως δεν θα κουραστείς να ακουμπάς την πλάτη σου στον τοίχο και πως θα μείνεις από την άλλη μεριά αρκετό καιρό, ώστε οι ρωγμές ανάμεσα στα τούβλα να γίνουν μεγαλύτερες και σιγά-σιγά να βρούμε μαζί έναν τρόπο για να ξεπεράσουμε όλα αυτά που μας χωρίζουν, όλα αυτά που γνωρίζουμε πως φταίνε, αλλά φοβόμαστε να γκρεμίσουμε.

Ο τοίχος, όταν γκρεμίζεται, κάνει έναν φοβερό ήχο. Το έδαφος τρέμει κάτω από τα πόδια σου και μια φοβερή σκόνη κάνει τα μάτια σου να κλείνουν. Αυτό που θα αντικρίσεις από την άλλη μεριά μπορεί να είναι το πιο ευχάριστο θέαμα του κόσμου. Μα τι θα γίνει τότε που δεν θα έχεις τίποτα να ακουμπήσεις επάνω του;

Πες μου μόνο πως φοβάσαι το ίδιο. Δυο φόβοι κάνουν ένα θάρρος.