Σάββατο, Μαΐου 12, 2007

Διαρκής διαλογισμός

Εχτές το βράδι ονειρεύτηκα εσένα μετά από πολύ καιρό. Είδα πως ετοιμαζόσουν να φύγεις από τη δουλειά, νωρίς, όπως συνήθως. Μπήκες στο αυτοκίνητο και περίμενες. Σε ακολούθησα χωρίς να έχω σκοπό να φύγω, χωρίς να έχω ετοιμάσει τα πράγματά μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο και κάθισα στη θέση του συνοδηγού. Χωρίς να σου πω ούτε κουβέντα, γύρισα από την άλλη πλευρά και έκλεισα τα μάτια μου. Νομίζω προσπάθησες να μου μιλήσεις, αλλά το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Ήξερα πως δεν μπορούσα να μείνω για πολλή ώρα μέσα στο αυτοκίνητό σου, αλλά δε μ' ένοιαζε. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Μέσα στο αυτοκίνητό σου. Μ' εσένα δίπλα μου. Με την πλάτη γυρισμένη. Νομίζω πως ψιθύρισες "Γιατί; Γιατί;", αλλά δεν ξέρω αν το άκουσα ή το αισθάνθηκα απλώς. Μετά ξάπλωσες κι εσύ δίπλα μου, αγκαλιάζοντας με, με το σώμα σου να έχει την ίδια κατεύθυνση με το δικό μου. Κι ένιωσα πως το είχες ανάγκη όσο κι εγώ, για λίγες μόνο στιγμές. Ξέραμε κι οι δυο πως δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Κι έπειτα άνοιξα τα μάτια μου, σηκώθηκα και βγήκα από το αυτοκίνητο. Και κανείς δεν είπε κουβέντα ξανά, γιατί ξέραμε πως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα.

Ο τελευταίος μήνας στη δουλειά είναι αφόρητος. Βρέθηκα εγκλωβισμένη σε ένα περιβάλλον που με κάνει να νιώθω ασφυκτικά, αναγκασμένη να περνώ περισσότερη ώρα με ανθρώπους που μου προκαλούν απέχθεια, παρά με αυτούς που στ' αλήθεια εκτιμώ. Η ανοχή μου απέναντι στη ζέστη, τη φασαρία και τις καταστάσεις που δε μου είναι ευχάριστες, είναι μηδενική. Γίνομαι δύστροπη, κατσουφιάζω, έχω πονοκέφαλο και δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν. Όλα αυτά μπορώ να τα κάνω. Αυτό που έχω πραγματικά ανάγκη αλλά μου είναι αδύνατο να καταφέρω, είναι να σταματήσω να σκέφτομαι.

Μου το έχουν πει πολλές φορές στη δουλειά. Μου το έχουν πει και στις διακοπές, όταν το κλίμα πρέπει να είναι πιο ανάλαφρο αλλά εγώ επιμένω να σκέφτομαι το ίδιο πολύ. Μου το έχουν πει φίλοι και άγνωστοι, άνθρωποι που με ξέρουν καλά και άλλοι που δεν με ξέρουν καθόλου.

Όταν ήμουν μικρότερη και χανόμουν μέσα στις λέξεις των βιβλίων που διάβαζα, πίστευα ότι αυτοί που έχουν πολύ χρόνο για να σκέφτονται γίνονται ποιητές. Αλλά εγώ ποτέ μου δεν κατάφερα να δώσω συναίσθημα στις δικές μου λέξεις. Κι έτσι, κληρονόμησα μόνο την κατάρα των ποιητών, να δυστυχούν με τις ίδιες τους τις σκέψεις. Έγινα μια ποιήτρια που ποτέ δε βρήκε τις δικές τις λέξεις.

Αν ποτέ ρωτήσεις, αυτό έψαχνα στο αυτοκίνητό σου. Ήθελα μόνο μερικές στιγμές γαλήνης, χωρίς να σκέφτομαι, χωρίς να μιλάω. Για κάποιο περίεργο λόγο ένιωσα ότι για λίγο με κατάλαβες, κι ας μην είπα ούτε λέξη.